- προεκκειμαι
- προέκκειμαιπρο-έκκειμαιлежать впереди, перен. предшествовать
ἀπὸ τῶν προεκκειμένων γέγονε πρόδηλον Sext. — из вышеизложенного стало очевидным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπὸ τῶν προεκκειμένων γέγονε πρόδηλον Sext. — из вышеизложенного стало очевидным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προέκκειμαι — ΜΑ 1. προεκτείνομαι, προεξέχω 2. (ως παθ. τού προεκτίθημι*) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.) β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.) γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι 4. φρ … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek